Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

26/1 Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ


The Descendants (Oι Απόγονοι) 3.5/5

Σκηνοθεσία: Alexander Payne Παίζουν:George Clooney, Shailene Woodley, Amara Miller

Payne – Clooney σημειώσατε όσκαρ!




Αναμφισβήτητα είναι μία από τις καλύτερες ταινίας της χρονιάς και αναμένεται την ίδια γνώμη να έχουν και οι εκλέκτορες των φετινών όσκαρ.
Ο Matt King (George Clooney) ζει στη Χαβάη και είναι δικηγόρος και αποτυχημένος οικογενειάρχης. Ένα ατύχημα της γυναίκας του, θα την ρίξει σε κώμα και θα αναγκάσει τον Matt να ασχοληθεί με τις δύο κόρες του. Στην πορεία της κινηματογραφικής αφήγησης ο Matt θα επιχειρίσει να έρθει πιο κοντά με τις κόρες του και να καλύψει ένα κενό πολλών χρόνων.
Παράλληλα, ο Matt έχει να επιλύσει με τα ξαδέρφια του ένα κληρονομικό ζήτημα: οι πρόγονοί τους, τούς έχουν κληροδοτήσει μια τεράστια έκταση σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία της Χαβάης και εκείνοι αναζητούν τον καλύτερο αγοραστή. Με τις αποκαλύψεις, όμως, που θα γίνουν στην πορεία της ταινίας για το παρελθόν, το ζήτημα περιπλέκεται.
Ο Payne αποφασίζει να κάνει μια ταινία στη Χαβάη, μακριά αλλά και κοντά στη σύγχρονη Αμερική και στήνοντας μια ιστορία στο περιβόητο νησί, αντί στη Νέα Υόρκη για παράδειγμα, δίνει μια άλλη δυναμική στην ταινία του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Χαβάη δεν παρουσιάζεται ηλιόλουστη και γεμάτη με κορμάρες, αλλά μουντή και συννεφιασμένη τις περισσότερες φορές.
Ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης δημιουργεί μια συγκινιτική και ανθρώπινη ταινία με ένα σενάριο πραγματικά για όσκαρ.
Ο Clooney δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία. Θα διεκδικίσει με αξιώσεις και πιθανότα να κερδίσει το όσκαρ κατά πώς δείχνουν τα προγνωστικά.
Ανεξαρτήτως, όμως βραβείων, οι Απόγονοι είναι μια εξαιρετική ταινία που μιλά με ευαισθησία για έναν σύγχρονο τρόπο ζωής των ανθρώπων με ρυθμούς που υπάρχουν ακόμα και σε μη αναμενόμενα μέρη, ενώ ο Payne βρίσκει την ευκαιρία να κάνει εύστοχες παρατηρήσεις σχετικά με την ευθύνη των προγόνων στους απογόνους τους.
Τελικά, ο Payne κερδίζει με το παραπάνω το στοίχημα κάνοντας μια ταινία που επιχειρεί να δοκιμάσει την ενότητα της οικογένειας (μακριά από χαζοχολιγουντιανά πρότυπα) και να μην περιγράψει απλώς τη διάλυσή της.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΤΗΣ ΕΝΑΤΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


Mao’s Last Dancer 4/5
Αληθινή συγκίνηση με αφήγηση να ρέει. Το must της εβομάδας!

Σκηνοθεσία: Bruce Beresford, Παίζουν: Chi Cao, Bruce Greenwood, Kyle MacLachlan



Η ταινία, που ενώ είναι πραγωγής 2009 και προβάλλεται στην Ελλάδα τελικά αισίως το 2012, βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Cunxin Li, ενός Κινέζου χορευτή, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έρχεται αντιμέτωπος με το μαοϊκό καθεστώς στην επιθυμία του να κηνυγήσει το όνειρό του.
Η κινηματογραφική αφήγηση ξεκινάει από τη στιγμή που ο Li (στην ταινία τον υποδύεται ο Chi Cao) φτάνει στο Χιούστον ως καλεσμένος του μπαλέτου και του καλλιτεχνικού του διευθυντή, ο οποίος είχε πιστέψει στο τελέντο του και τον είχε διαλέξει.
Ενώ βλέπουμε την πορεία του Li στο Χιούστον, με flashback μαθαίνουμε την πορεία του μέχρι να φτάσει εκεί: τη φτωχική ζωή του με την οικογένειά του στο χωρίο του, πώς επιλέχθηκε από τη κινεζική ακαδημία και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε.
Από τη στιγμή, όμως, που φτάνει στο Χιούστον κι έπειτα ξεκινάει το ζουμί. Ο Li βρίσκεται στην Αμερική με τρίμηνη άδεια παραμονής από την κινέζικη κυβέρνηση, έχοντας τού επιστήσει βέβαια την προσοχή να μην εμπιστεύεται τους δυτικούς, να μη δέχεται δώρα και να προσέχει μην τον διαφθείρουν!
Ο Li κάνει μεγάλη επιτυχία τελικά στην Αμερική, όμως η άδεια παραμονής τελειώνει και πρέπει πλέον να αντιμετωπίσει την άτεγκτη κινέζικη κυβέρνηση.
Ο Li στο ερώτημα τι χρειάζεται για να πετύχει κανείς, ταλέντο ή τύχη, απαντά και τα δύο συν κάτι ακόμα: ανθρώπους να πιστέψουν σε εσένα και απόλυτη προσήλωση στον στόχο! Ο Li, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται, δε φαίνεται να ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο. Στην ακαδημία υππήρχαν μαθητές πιο ταλαντούχοι από εκείνον. Παρολαυτά, ο Li φαίνεται να όφειλε την καριέρα του περισσότερο στην επιμονή του και στο στο ψυχικό του σθένος.
Παράλληλα με την πορεία του Li, η ταινία κάνει σχόλιο στη διαφορά δυτικής και ανατολικής κουλτούρας, δίχως όμως να κατηγορεί τη δεύτερη έναντι της πρώτης. Σχολιάζει την υπερβολή του απόλυτου ελέγχου που θέλει να ασκεί η μαοϊκή κυβέρνηση (σε σημεία κάπως τραβηγμένα παρουσιασμένα), αλλά και την υπερβολή της δυτικής καταναλωτικής κουλτούρας, εκφρασμένης με την πιο τραβηγμένη της εκδοχή δηλαδή την αμερικανική.
Ο Li αποδεικνύει το σθένος του αντιτιθέμενος με το παράλογο του μαοϊκού καθεστώτος, σεβόμενος όμως τη χώρα και την κουλτούρα που τον γέννησε, κάτι που φαίνεται και με τη συμβολική σκηνή του τέλους.
Σεβασμός ή τρόμος; Ελευθερία ή ασυδοσία; Το ιδανικό είναι πάντοτε δύκολο να επιτευχθεί και ανά πάσα στιγμή οι ακραίες μορφές καιροφυλακτούν. Αλλά οι ακραίες μορφές, ανεξάρτητα από την άκρη παραμένουν ακραίες.
Τα πλάνα με τα τοπία στην Κίνα είναι μοναδικά και ο Chi Cao εκπληκτικός στον ρόλο του Li. Μια ταινία φτιαγμένη από ανθρώπους που ξέρουν τι σημαίνει χορός και η φιλοσοφία του και που αντίθετα από άλλες δυτικές προσπάθειες, κάνουν τον θεατή να νιώσει την ουσία αυτού που θέλει να επικοινωνήσει, βγάζοντας αβίαστα αλήθεια και συγκίνηση.
Μια ταινία για τον χορό, την τέχνη γενικότερα, για τις σχέσεις δυτικής-ανατολικής κουλτούρας, μια ταινία που πρέπει οπωσδήποτε να δείτε!
Tip: Στην κορύφωση της ταινίας που ο Li χορεύει παρουσία των γονιών του χωρίς να το ξέρει, πάρτε χαρτομάντηλα, θα χρειαστούν!


J. Edgar 3.5/5
Ακόμα ένα ρεσιτάλ σκηνοθεσίας του πιστολά-Eastwood και ο καλύτερος DiCaprio που αν είναι να χάσει το όσκαρ, ας το χάσει τουλάχιστον από τον Brand Pitt.

Σκηνοθεσία: Clint Eastwood, Παίζουν: Leonardo di Caprio, Armie Hammer, Naomi Watts



Ο Clint Eastwood συνεργάζεται με τον βραβευμένο με όσκαρ (για το Milk) σεναριογράφο Dustin Lance Black στην τελευταία του ταινία με θέμα τον επί σειρά δεκαετιών επικεφαλής του FBI J. Edgar Hoover. O Hoover υπήρξε επικεφαλής από το 1924 του Γραφείου Ερευνών, που το 1935 μετεξελίχθηκε σε FBI, του οποίου και παρέμεινε διευθυντής μέχρι και τον θάνατό του το 1972 επί προεδρίας Νίξον.
Η κινηματογραφική αφήγηση στήνεται πάνω στη βιογραφία του Hoover, την οποία υπαγόρευε ο ίδιος σε ειδικούς πράκτορες του FBI. Με άξονα τις αφηγήσεις του –αληθείς και ψευδείς, όπως αποδεικνύεται στην πορεία της ταινίας- ο Eastwood μάς παρουσιάζει την αλματώδη εξέλιξη μιας από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες της πολιτικής ιστορίας της Αμερικής, ενώ παράλληλα εξιστορείται η σχέση του Hoover με τη μητέρα του, τη γραμματέα του και τον πιστό του συνεργάτη του Clyde Tolson.
O Eastwood στήνει μια εξαιρετική προσωπογραφία πάνω στον J. Edgar Hoover, επιχειρώντας να διεισδύσει στην προσωπικότητα του Αμερικανού αξιωματούχου, ξεπερνώντας τις γνωστές για τον Hoover ιστορίες και αποφεύγοντας να κάνει μια βαρετή ταινία.
Στόχος του Eastwood –κι αυτό φαίνεται από την αρχή της ταινίας- είναι να δώσει προτεραιότητα στην ανθρώπινη πλευρά του Ηοοver, καθώς ούτως ή άλλως η πορεία του ως αξιωμάτουχος είναι ειδικά στους Αμερικάνους γνωστή. Η διεισδυτική του διάθεση στα πρόσωπα είναι επίσης από την αρχή της ταινίας φανερή με τα πολλά κοντικά πλάνα και τα track in (τα παλιά zoom in) στα πρόσωπα.
Ο DiCaprio, που ήδη από τις συνεργασίες του με τον Scorseze έχει πείσει τους πάντες, ότι πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του, έρχεται σε αυτήν την ταινία να ξετυλίξει μοναδικά το ταλέντο του, πάντα βέβαια υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Eastwood. Ο Dipaprio υποδύεται πειστικά τον J. Edgar ακόμα και σε μεγάλη ηλικία – καταπληκτική μεταμόρφωση τόσο ερμηνευτικά όσο και και από πλευράς καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Ο ρόλος θα μπορούσε να αποτελέσει και το βατερλώ του DiCaprio, ο οποίος αντιθέτως τον παίρνει και τον απογειώνει, βγάζοντας ασπροπρόσωπο τον Eastwood.
Συνολικά, πρόκειται για μια πολύ καλή ταινία με την οσκαρικών προδιαγραφών ερμηνεία του DiCaprio με μοναδικό ίσως μεινόνεκτημα τον χρόνο, κάτι που πάντοτε είναι επικίνδυνο σε τέτοιου είδους ταινίες.


Martha Marcy May Marlene 3.5/5
Φουκώ και Νίτσε επί της οθόνης.

Σκηνοθεσία: Sean Durkin, Παίζουν: Elizabeth Olsen, Sarah Paulson, John Hawkes



Ο τίτλος μπορεί να παρασύρει ότι πρόκειται για τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για την εξής μία.
Martha είναι το πραγματικό της όνομα, Marcy May, είναι ένα ψεύτικο όνομα που της έχουν δώσει σε μια περιέργη φάρμα-κοινόβιο που έζησε για δύο χρόνια και Marlene είναι το όνομα που λένε όλα τα κορίτσια της φάρμας, όταν χτυπάει το τηλέφωνο εκεί και δεν ξέρουν ποιός είναι.
Η ταινία ξεινάει με τη Martha (Elizabeth Olsen) να το σκάει από τη φάρμα. Ο θεατής δεν ξέρει ούτε ποια είναι, ούτε από πού το σκάει ούτε το γιατί. Όλες οι πληροφορίες άλλωστε δίνονται σιγά σιγά στον θεατή καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Η Martha, λοιπόν, καταφέρνει να το σκάσει και να ειδοποιήσει την αδερφή της να έρθει να την πάρει. (Ακόμα και το γεγονός ότι είναι αδερφή της αν και το υποψιαζόμαστε από την αρχή, το μαθαίνουμε με βεβαιότητα λίγο πριν τη μέση της ταινίας).
Η Martha βρίσκεται πλέον στην εξοχική κατοικία της αδερφής της, η οποία περνάει εκεί λίγες μέρες με εκείνη και τον άντρα που πρόσφατα έχει παντρευτεί. Τα δύο χρόνια που η Martha έμενε στη φάρμα είχε εξαφανιστεί από όλους, μεταξύ των οπιών και της αδερφής της. Η μόνη δικαιολογία που λέει είναι ότι ζούσε με τον φίλο της, ο οποίος της είπε ψέματα και εκείνη έφυγε από αυτόν.
Με διαρκή flashback ο θεατής μαθαίνει για τη ζωή της Martha στη φάρμα και τον τρόπο που τους εκμεταλευόταν ο Patrick (John Hawkes), ο αρχηγός. Πλύση εγκεφάλου, τρόμος και παραισθησιογόνα χάπια για «ειδικές περιστάσεις» ήταν τα μέσα για να τους κρατάει στη φάρμα.
Η Martha ένα κορίτσι σε ψυχική διαταραχή στα όρια της παράνοιας, έχοντας απομακρυνθεί από έναν τρόπο ζωής μεταξύ ενός περίεργου κοινόβιου και ξέγνοιαστου χιππισμού, προσπαθεί ή καλύτερα δοκιμάζει να ενταχθεί σε μια «κανονική» ζωή με τη βοήθεια της αδερφής της. Τα ερωτήματα όμως παραμένουν: η Martha είναι στα αλήθεια μια εκ γεννετής παράφρων; Είναι δημιούργημα της σύγχρονης κοινωνίας; Ποια τα όρια της «κανονικότητας», της περιθωριοποιήσης και του εν τέλει βολικού εγκλεισμού;
Το ανθρώπινο υποκείμενο για να είναι μέρος ενός κοινωνικού συνόλου πρέπει να δρα. Αν δε δρα απομονώνεται, τίθεται στο περιθώριο, μένει εκτός κανονιστικής ρυθμιστικής. Την ανάγκη αυτή επαναλαμβάνει στη Martha τόσο ο Patrick, όσο και ο Ted (Hugh Dancy), ο άντρας της αδερφής της.
Η Martha, όμως, έρχεται παράλληλα στην «κανονική» ζωή της αδερφής και του άντρα της, για να τους κάνει -με ακραίο τρόπο δίχως αντίρρηση- να αμφιβητήσουν τις βεβαιότητες, πάνω στις οποίες έχουν εδράσει τις ζωές τους, την ευθύγραμμη προγραμματισμένη στα πάντα πορεία τους, που τίποτα δε μπορεί να την ανακόψει. Η Martha πετυχαίνει (άθελα της) αν μη τι άλλο, να τους κάνει να υποπτευθούν, ότι κάτι μπορεί ξαφνικά να φέρει τα πάνω κάτω, κάτι μπορεί να ανατρέψει τον προγραμματισμό.
Το «Martha Marcy May Marlene» είναι μια ταινία που αξίζει να την προσέξει κανείς για πολλούς λόγους. Ο νεαρός σκηνοθέτης Sean Durkin με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία έπεισε τη Fox να συμμετάσχει στην παραγωγή (στην Ελλάδα αντιστοίχως να τα βλέπουμε), να εντυπωσιάσει με τη σκηνοθετική του ματιά (έξοχα κάδρα, έξοχη ατμόφαιρα) και να μάς κάνει να περιμένουμε εναγωνίως την επόμενή του ταινία!
Ίσως όμως να χρειαζόταν να πάρει έναν συν-σενεαριογράφο και να μην κάνει μόνος του το σενάριο, στο οποίο υπάρχουν κενά (ποτέ δεν αναφέρεται ο λόγος που η Martha έχει πάει στη φάρμα, το σκάει από εκεί ύποπτα εύκολα, ενώ ίσως ατυχής να είναι η σύγκριση φάρμας-εξοχικής κατοικίας).
Πρέπει όμως να ανφερθεί το εντυπωσιακό μοντάζ. Τα ρακόρ της ταινίας (τα περάσματα δηλαδή από σκηνή σε σκηνή) στα flashback είναι μάθημα! Μελετημένα ένα προς ένα, λειτουργούν άψογα.
Η ταινία βέβαια οφείλει κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος την επιτυχία της στην 23χρονη πρωταγωνίστρια της, Elizabeth Olsen. Απάραμιλλη τεχνική που παραπέμπει σε ώριμης ηλικία ερμηνεύτρια (αν και παίζει από τα 4 της δεν πιάνεται!), με ένα αλά Streep σφίξιμο στο στομάχι παίξιμο. Οικονομία των ερμηνευτικών της μέσων, μετρημένη ακόμη και στα παραληρήματα (ειδικά στο τελευταίο) -κάτι που βέβαια πρέπει να πιστωθεί και στον σκηνοθέτη- και απόλυτα θηλυκή δε σε αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και από ό,τι φάνηκε ούτε και τον φακό του σκηνοθέτη!
Το «Martha Marcy May Marlene» είναι μια ταινία που μπορεί να τη λατρέψει κανείς ή να τη μισήσει. Είναι από τις ταινίες που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Είναι, ωστόσο, μια αξιοπρόσεχτη ταινία που οφείλουν όλοι οι σινεφίλ και οι δημιουργοί εν Ελλάδι να δούνε.


War Horse 3/5
Spielberg για όλη την οικογένεια!

Σκηνοθεσία: Steven Spielberg, Παίζουν: Jeremy Irvine, Emily Watson, David Thewlis



Λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄Π.Π. ο Ted Narracott (o αγνώριστος Peter Mullan) αγοράζει μετά απλό σκληρό πλειστηριασμό με τον ιδιοκτήτη της φάρμας που μένει με την οικογένειά του ένα άγριο άλογο. Ο στόχος πλέον είναι να καταφέρει αυτό το άλογο να οργώσει το άγονο χωράφι των Narracott, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα τους το πάρει ο ιδιοκτήτης στον οποίο (τι σπάνιο!) χρωστάνε. Ο Albert (Jeremy Irvine), ο γιος του Ted, αναλαμβάνει την επίτευξη του στόχου και το πετυχαίνει. Τότε, όμως, είναι που ξεσπά ο Α΄.Π.Π. και το άλογο προκειμένου να αποφέρει χρήματα στην οικογένεια πουλιέται από τον Ted χωρίς να το ξέρει ο Albert, που έχει ήδη συνάψει μια ξεχωριστή σχέση μαζί του. Από εκείνη τη στιγμή το άλογο γίνεται άλογο πολέμου και αλλάζει διάφορους ιδιοκτήτες στην πορεία, οι οποίοι όλοι είναι μαγεμένοι από τη μοναδικότητά του!
Η ιστορία ακολοθεί την ευθύγραμμη πορεία μιας κλασικής χολιγουντιανής αγήφησης, κρατώντας μια συνεπή δομή, ενώ ο Spielberg υπηρετεί υποδειγματικά τις ανάγκες της.
Η ταινία βάσιζεται στις καλές ερμηνείες και τη σκηνοθεσία του Spielberg, μοιάζει όμως σε πολλά σημεία σαν εικονοποιημένο παραμύθι, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κατακριτέο.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ 5/1/2012

Le Havre- 4/5

σκηνοθεσία: Aki Kaourismaki, παιίζουν: Andre Wilms, Blondin Miguel, Jean-Pierre Darroussin

Στο λιμάνι της Χάβρης ανακαλύπτουν μέσα σε ένα κοντέινερ 30 ψυχές με τελικό προορισμό το Λονδίνο. Εκεί ένας πιτσιρίκος με προτροπή του παππού του, το σκάει και προσπαθεί να ξεφύγει από τις αρχές και να φτάσει στο Λονδίνο, όπου μένει η μητέρα του. Πολύτιμος βοηθός του αγοριού αναδεικνύεται ο Marcel Marx (Andre Wilms), ένας ηλικιωμένος λούστρος της Χάβρης. Ο Marx, κρύβει και φροντίζει το αγόρι με τη βοήθεια και των γειτόνων του, ενώ παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει τον ιδιωτικό ντεντέκτιβ που έχει αναλάβει την υπόθεση, αλλά και τη σοβαρή ασθένεια της συζύγου του, η οποία όσο καιρό κρατάει η περιπέτεια με τον μικρό, νοσηλεύεται εκτάκτως στο νοσοκομείο.

Το λιμάνι της Χάβρης θα μπορούσε να ήταν οποιοδήποτε λιμάνι του σύχρονου κόσμου, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι, αν ο Marcel Marx θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε σύγχρονος άνθρωπος που θα τον ευαισθητοποιούσε η περιπέτεια ενός νεαρού αγοριού, για την οποία περιπέτεια βέβαια δεν είναι εκείνος υπεύθυνος.

Ο Φινλανδός σκηνοθέτης καταπιάνεται με το ευαίσθητο και ακανθώδες θέμα της μετανάστευσης –ή καλύτερα του σύγχρονου δουλεμπορίου- χωρίς ίχνος επιτήδευσης και εύκολης συγκίνησης και μάς παραδίδει την πιο μεστή σε νόημα και απλότητα ταινία του.

Ο Kaourismaki ίσως να μην είναι ο πιο βιρτούοζος σκηνοθέτης της γενιάς του, μάς θυμίζει ωστόσο, ότι ο καλός κινηματογράφος βασίζεται σε μια απλότητα, χρησιμοποιώντας με μέτρο, αλλά και με επάρκεια τα εκφραστικά του μέσα και με έναν Andre Wilms να μάς χαρίζει μια ερμηνεία – σεμινάριο για τις σχολές υποκριτικής.

Sherlock Holmes 2 – 2.5/5

σκηνοθεσία: Guy Ritchie, παίζουν: Robert Downey Jr., Jude Law

Συνήθως το νούμερο 2 δεν είναι καλύτερο από το πρώτο. Η ταινία του Guy Ritchie δε νομίζω πως ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα. Ο κατά Ritchie Sherlock Holmes, που ουδεμία σχέση έχει βέβαια με τον ήρωα του Arthur Conan Doyle, κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με την πρώτη ταινία του σίκουελ: εντυπωσιακή παραγωγή, κοστούμια, σκηνικά και μοντάζ για όσκαρ, συνεχείς ανατροπές, αλλά από ιστορία τίποτα. Αυτή τη φορά ο Ritchie μπλέκει στον αιώνιο πολέμο καλού εναντίον κακού από δήθεν αλληγορικές αναφορές κόντρας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μέχρι αναρχικούς, βομβιστικές επιθέσεις και τσιγγάνους! Αν το έκανε 3D θα είχε τουλάχιστον μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εκτός κι αν μάς το φυλάει για το νούμερο 3, συνέχεια που υπονοεί στο τέλος της ταινίας.

Λάρισα Εμπιστευτικό

Σκηνοθεσία: Στράτος Μαρκίδης, παίζουν: Κατερίνα Παπουτσάκη, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Ελένη Γερασιμίδου

Το νέο σύστημα του Καλλικράτη επιφέρει αλλαγές σε δύο αντίπαλους οικισμούς, στην Πεζούλα και τη Βρυσούλα. Η ζωή στα δυο χωριά κυλούσε αρμονικά χάρη στο τοίχος που διαχώριζε τις δραστηριότητές τους. Η υποχρεωτική ενοποίηση όμως λόγω Καλλικράτη, αποδεικνύεται άκρως επεισοδιακή: ένας μεγαλοδημοσιογράφος πεθαίνει, το εργοστάσιο βιολογικού καθαρισμού διχάζει, ο υπουργός λαδώνεται, οι μίζες πάνε κι έρχονται, το ΣΔΟΕ ανακατεύεται, οι άνθρωποι της νύχτας ενοχλούνται, ατομικά και τοπικά συμφέροντα μπλέκονται.

Αναμενόμενες ταινίες του μήνα

12/1

The iron Lady της Phyllida Lloyd. Οι αυτοβιογραφίες είναι της μόδας. Στη συγκεκριμένη ταινία η Meryl Streep υποδύεται τη Margaret Thutcher και έχει ήδη θέσει για πολλοστή φορά υποψηφιότητα για όσκαρ.

Elena του Andrey Zvyagintsev. O Ρώσος σκηνοθέτης που μετά την ταινία The return (Η επιστροφή) του 2003, έγινε όχι άδικα το «αγαπημένο παιδί» των κριτικών του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, παρουσιάζει την τρίτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του. Η πλυσηζητημένη Elena του Andrey Zvyagintsev, μετά την αξιοσημειώτη πορεία στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, έχοντας φύγει και με το βραβείο φωτογραφίας από το φεστιβάλ Βενετίας το 2010 και με τον Philip Glass να υπογράφει τη μουσική έρχεται στις αθηναϊκές αίθουσες και είναι από τα must του μήνα.

19/1

J. Edgar του Clint Eastwood. Μια αναμενόμενη συνεργασία EastwoodDi Caprio, όπου ο δεύτερος υποδύεται την αινιγματική προσωπικότητα του J. Edgar Hoover και ο πρώτος τον σκηνοθετεί.

War Horse του Steven Spielberg. Η καινούρια ταινία του Spielberg τοποθετημένη στην εποχή του Α’ΠΠ.

26/1

Παράδεισος του Παναγιώτη Φαφούτη. Ο Πατρινός σκηνοθέτης, έχοντας στο ενεργητικό του μικρού μήκους ταινίες που έχουν κάνει ιδιαίτερη αίσθηση παρουσιάζει μια πολύ προσωπική δημιουργία. Η ιστορία τοποθετημένη στο πατρινό καρναβάλι και με πρωταγωνιστές τέσσερα μέλη του γκρουπ «Παράδεισος» διαπραγματεύεται την αποκάλυψη του πραγματικής ταυτότητας των ηρώων κάτω από τη μάσκα και τη δραπέτευσή τους από μια βαλτωμένη καθημερινότητα προς έναν «χαμένο παράδεισο».