Mao’s Last Dancer 4/5Αληθινή συγκίνηση με αφήγηση να ρέει. Το must της εβομάδας!Σκηνοθεσία: Bruce Beresford, Παίζουν: Chi Cao, Bruce Greenwood, Kyle MacLachlan
Η ταινία, που ενώ είναι πραγωγής 2009 και προβάλλεται στην Ελλάδα τελικά αισίως το 2012, βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Cunxin Li, ενός Κινέζου χορευτή, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έρχεται αντιμέτωπος με το μαοϊκό καθεστώς στην επιθυμία του να κηνυγήσει το όνειρό του.
Η κινηματογραφική αφήγηση ξεκινάει από τη στιγμή που ο Li (στην ταινία τον υποδύεται ο Chi Cao) φτάνει στο Χιούστον ως καλεσμένος του μπαλέτου και του καλλιτεχνικού του διευθυντή, ο οποίος είχε πιστέψει στο τελέντο του και τον είχε διαλέξει.
Ενώ βλέπουμε την πορεία του Li στο Χιούστον, με flashback μαθαίνουμε την πορεία του μέχρι να φτάσει εκεί: τη φτωχική ζωή του με την οικογένειά του στο χωρίο του, πώς επιλέχθηκε από τη κινεζική ακαδημία και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε.
Από τη στιγμή, όμως, που φτάνει στο Χιούστον κι έπειτα ξεκινάει το ζουμί. Ο Li βρίσκεται στην Αμερική με τρίμηνη άδεια παραμονής από την κινέζικη κυβέρνηση, έχοντας τού επιστήσει βέβαια την προσοχή να μην εμπιστεύεται τους δυτικούς, να μη δέχεται δώρα και να προσέχει μην τον διαφθείρουν!
Ο Li κάνει μεγάλη επιτυχία τελικά στην Αμερική, όμως η άδεια παραμονής τελειώνει και πρέπει πλέον να αντιμετωπίσει την άτεγκτη κινέζικη κυβέρνηση.
Ο Li στο ερώτημα τι χρειάζεται για να πετύχει κανείς, ταλέντο ή τύχη, απαντά και τα δύο συν κάτι ακόμα: ανθρώπους να πιστέψουν σε εσένα και απόλυτη προσήλωση στον στόχο! Ο Li, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται, δε φαίνεται να ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο. Στην ακαδημία υππήρχαν μαθητές πιο ταλαντούχοι από εκείνον. Παρολαυτά, ο Li φαίνεται να όφειλε την καριέρα του περισσότερο στην επιμονή του και στο στο ψυχικό του σθένος.
Παράλληλα με την πορεία του Li, η ταινία κάνει σχόλιο στη διαφορά δυτικής και ανατολικής κουλτούρας, δίχως όμως να κατηγορεί τη δεύτερη έναντι της πρώτης. Σχολιάζει την υπερβολή του απόλυτου ελέγχου που θέλει να ασκεί η μαοϊκή κυβέρνηση (σε σημεία κάπως τραβηγμένα παρουσιασμένα), αλλά και την υπερβολή της δυτικής καταναλωτικής κουλτούρας, εκφρασμένης με την πιο τραβηγμένη της εκδοχή δηλαδή την αμερικανική.
Ο Li αποδεικνύει το σθένος του αντιτιθέμενος με το παράλογο του μαοϊκού καθεστώτος, σεβόμενος όμως τη χώρα και την κουλτούρα που τον γέννησε, κάτι που φαίνεται και με τη συμβολική σκηνή του τέλους.
Σεβασμός ή τρόμος; Ελευθερία ή ασυδοσία; Το ιδανικό είναι πάντοτε δύκολο να επιτευχθεί και ανά πάσα στιγμή οι ακραίες μορφές καιροφυλακτούν. Αλλά οι ακραίες μορφές, ανεξάρτητα από την άκρη παραμένουν ακραίες.
Τα πλάνα με τα τοπία στην Κίνα είναι μοναδικά και ο Chi Cao εκπληκτικός στον ρόλο του Li. Μια ταινία φτιαγμένη από ανθρώπους που ξέρουν τι σημαίνει χορός και η φιλοσοφία του και που αντίθετα από άλλες δυτικές προσπάθειες, κάνουν τον θεατή να νιώσει την ουσία αυτού που θέλει να επικοινωνήσει, βγάζοντας αβίαστα αλήθεια και συγκίνηση.
Μια ταινία για τον χορό, την τέχνη γενικότερα, για τις σχέσεις δυτικής-ανατολικής κουλτούρας, μια ταινία που πρέπει οπωσδήποτε να δείτε!
Tip: Στην κορύφωση της ταινίας που ο Li χορεύει παρουσία των γονιών του χωρίς να το ξέρει, πάρτε χαρτομάντηλα, θα χρειαστούν!
J. Edgar 3.5/5Ακόμα ένα ρεσιτάλ σκηνοθεσίας του πιστολά-Eastwood και ο καλύτερος DiCaprio που αν είναι να χάσει το όσκαρ, ας το χάσει τουλάχιστον από τον Brand Pitt.Σκηνοθεσία: Clint Eastwood, Παίζουν: Leonardo di Caprio, Armie Hammer, Naomi Watts

Ο Clint Eastwood συνεργάζεται με τον βραβευμένο με όσκαρ (για το Milk) σεναριογράφο Dustin Lance Black στην τελευταία του ταινία με θέμα τον επί σειρά δεκαετιών επικεφαλής του FBI J. Edgar Hoover. O Hoover υπήρξε επικεφαλής από το 1924 του Γραφείου Ερευνών, που το 1935 μετεξελίχθηκε σε FBI, του οποίου και παρέμεινε διευθυντής μέχρι και τον θάνατό του το 1972 επί προεδρίας Νίξον.
Η κινηματογραφική αφήγηση στήνεται πάνω στη βιογραφία του Hoover, την οποία υπαγόρευε ο ίδιος σε ειδικούς πράκτορες του FBI. Με άξονα τις αφηγήσεις του –αληθείς και ψευδείς, όπως αποδεικνύεται στην πορεία της ταινίας- ο Eastwood μάς παρουσιάζει την αλματώδη εξέλιξη μιας από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες της πολιτικής ιστορίας της Αμερικής, ενώ παράλληλα εξιστορείται η σχέση του Hoover με τη μητέρα του, τη γραμματέα του και τον πιστό του συνεργάτη του Clyde Tolson.
O Eastwood στήνει μια εξαιρετική προσωπογραφία πάνω στον J. Edgar Hoover, επιχειρώντας να διεισδύσει στην προσωπικότητα του Αμερικανού αξιωματούχου, ξεπερνώντας τις γνωστές για τον Hoover ιστορίες και αποφεύγοντας να κάνει μια βαρετή ταινία.
Στόχος του Eastwood –κι αυτό φαίνεται από την αρχή της ταινίας- είναι να δώσει προτεραιότητα στην ανθρώπινη πλευρά του Ηοοver, καθώς ούτως ή άλλως η πορεία του ως αξιωμάτουχος είναι ειδικά στους Αμερικάνους γνωστή. Η διεισδυτική του διάθεση στα πρόσωπα είναι επίσης από την αρχή της ταινίας φανερή με τα πολλά κοντικά πλάνα και τα track in (τα παλιά zoom in) στα πρόσωπα.
Ο DiCaprio, που ήδη από τις συνεργασίες του με τον Scorseze έχει πείσει τους πάντες, ότι πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του, έρχεται σε αυτήν την ταινία να ξετυλίξει μοναδικά το ταλέντο του, πάντα βέβαια υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Eastwood. Ο Dipaprio υποδύεται πειστικά τον J. Edgar ακόμα και σε μεγάλη ηλικία – καταπληκτική μεταμόρφωση τόσο ερμηνευτικά όσο και και από πλευράς καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Ο ρόλος θα μπορούσε να αποτελέσει και το βατερλώ του DiCaprio, ο οποίος αντιθέτως τον παίρνει και τον απογειώνει, βγάζοντας ασπροπρόσωπο τον Eastwood.
Συνολικά, πρόκειται για μια πολύ καλή ταινία με την οσκαρικών προδιαγραφών ερμηνεία του DiCaprio με μοναδικό ίσως μεινόνεκτημα τον χρόνο, κάτι που πάντοτε είναι επικίνδυνο σε τέτοιου είδους ταινίες.
Martha Marcy May Marlene 3.5/5Φουκώ και Νίτσε επί της οθόνης.Σκηνοθεσία: Sean Durkin, Παίζουν: Elizabeth Olsen, Sarah Paulson, John Hawkes

Ο τίτλος μπορεί να παρασύρει ότι πρόκειται για τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για την εξής μία.
Martha είναι το πραγματικό της όνομα, Marcy May, είναι ένα ψεύτικο όνομα που της έχουν δώσει σε μια περιέργη φάρμα-κοινόβιο που έζησε για δύο χρόνια και Marlene είναι το όνομα που λένε όλα τα κορίτσια της φάρμας, όταν χτυπάει το τηλέφωνο εκεί και δεν ξέρουν ποιός είναι.
Η ταινία ξεινάει με τη Martha (Elizabeth Olsen) να το σκάει από τη φάρμα. Ο θεατής δεν ξέρει ούτε ποια είναι, ούτε από πού το σκάει ούτε το γιατί. Όλες οι πληροφορίες άλλωστε δίνονται σιγά σιγά στον θεατή καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Η Martha, λοιπόν, καταφέρνει να το σκάσει και να ειδοποιήσει την αδερφή της να έρθει να την πάρει. (Ακόμα και το γεγονός ότι είναι αδερφή της αν και το υποψιαζόμαστε από την αρχή, το μαθαίνουμε με βεβαιότητα λίγο πριν τη μέση της ταινίας).
Η Martha βρίσκεται πλέον στην εξοχική κατοικία της αδερφής της, η οποία περνάει εκεί λίγες μέρες με εκείνη και τον άντρα που πρόσφατα έχει παντρευτεί. Τα δύο χρόνια που η Martha έμενε στη φάρμα είχε εξαφανιστεί από όλους, μεταξύ των οπιών και της αδερφής της. Η μόνη δικαιολογία που λέει είναι ότι ζούσε με τον φίλο της, ο οποίος της είπε ψέματα και εκείνη έφυγε από αυτόν.
Με διαρκή flashback ο θεατής μαθαίνει για τη ζωή της Martha στη φάρμα και τον τρόπο που τους εκμεταλευόταν ο Patrick (John Hawkes), ο αρχηγός. Πλύση εγκεφάλου, τρόμος και παραισθησιογόνα χάπια για «ειδικές περιστάσεις» ήταν τα μέσα για να τους κρατάει στη φάρμα.
Η Martha ένα κορίτσι σε ψυχική διαταραχή στα όρια της παράνοιας, έχοντας απομακρυνθεί από έναν τρόπο ζωής μεταξύ ενός περίεργου κοινόβιου και ξέγνοιαστου χιππισμού, προσπαθεί ή καλύτερα δοκιμάζει να ενταχθεί σε μια «κανονική» ζωή με τη βοήθεια της αδερφής της. Τα ερωτήματα όμως παραμένουν: η Martha είναι στα αλήθεια μια εκ γεννετής παράφρων; Είναι δημιούργημα της σύγχρονης κοινωνίας; Ποια τα όρια της «κανονικότητας», της περιθωριοποιήσης και του εν τέλει βολικού εγκλεισμού;
Το ανθρώπινο υποκείμενο για να είναι μέρος ενός κοινωνικού συνόλου πρέπει να δρα. Αν δε δρα απομονώνεται, τίθεται στο περιθώριο, μένει εκτός κανονιστικής ρυθμιστικής. Την ανάγκη αυτή επαναλαμβάνει στη Martha τόσο ο Patrick, όσο και ο Ted (Hugh Dancy), ο άντρας της αδερφής της.
Η Martha, όμως, έρχεται παράλληλα στην «κανονική» ζωή της αδερφής και του άντρα της, για να τους κάνει -με ακραίο τρόπο δίχως αντίρρηση- να αμφιβητήσουν τις βεβαιότητες, πάνω στις οποίες έχουν εδράσει τις ζωές τους, την ευθύγραμμη προγραμματισμένη στα πάντα πορεία τους, που τίποτα δε μπορεί να την ανακόψει. Η Martha πετυχαίνει (άθελα της) αν μη τι άλλο, να τους κάνει να υποπτευθούν, ότι κάτι μπορεί ξαφνικά να φέρει τα πάνω κάτω, κάτι μπορεί να ανατρέψει τον προγραμματισμό.
Το «Martha Marcy May Marlene» είναι μια ταινία που αξίζει να την προσέξει κανείς για πολλούς λόγους. Ο νεαρός σκηνοθέτης Sean Durkin με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία έπεισε τη Fox να συμμετάσχει στην παραγωγή (στην Ελλάδα αντιστοίχως να τα βλέπουμε), να εντυπωσιάσει με τη σκηνοθετική του ματιά (έξοχα κάδρα, έξοχη ατμόφαιρα) και να μάς κάνει να περιμένουμε εναγωνίως την επόμενή του ταινία!
Ίσως όμως να χρειαζόταν να πάρει έναν συν-σενεαριογράφο και να μην κάνει μόνος του το σενάριο, στο οποίο υπάρχουν κενά (ποτέ δεν αναφέρεται ο λόγος που η Martha έχει πάει στη φάρμα, το σκάει από εκεί ύποπτα εύκολα, ενώ ίσως ατυχής να είναι η σύγκριση φάρμας-εξοχικής κατοικίας).
Πρέπει όμως να ανφερθεί το εντυπωσιακό μοντάζ. Τα ρακόρ της ταινίας (τα περάσματα δηλαδή από σκηνή σε σκηνή) στα flashback είναι μάθημα! Μελετημένα ένα προς ένα, λειτουργούν άψογα.
Η ταινία βέβαια οφείλει κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος την επιτυχία της στην 23χρονη πρωταγωνίστρια της, Elizabeth Olsen. Απάραμιλλη τεχνική που παραπέμπει σε ώριμης ηλικία ερμηνεύτρια (αν και παίζει από τα 4 της δεν πιάνεται!), με ένα αλά Streep σφίξιμο στο στομάχι παίξιμο. Οικονομία των ερμηνευτικών της μέσων, μετρημένη ακόμη και στα παραληρήματα (ειδικά στο τελευταίο) -κάτι που βέβαια πρέπει να πιστωθεί και στον σκηνοθέτη- και απόλυτα θηλυκή δε σε αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και από ό,τι φάνηκε ούτε και τον φακό του σκηνοθέτη!
Το «Martha Marcy May Marlene» είναι μια ταινία που μπορεί να τη λατρέψει κανείς ή να τη μισήσει. Είναι από τις ταινίες που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Είναι, ωστόσο, μια αξιοπρόσεχτη ταινία που οφείλουν όλοι οι σινεφίλ και οι δημιουργοί εν Ελλάδι να δούνε.
War Horse 3/5Spielberg για όλη την οικογένεια!Σκηνοθεσία: Steven Spielberg, Παίζουν: Jeremy Irvine, Emily Watson, David Thewlis

Λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄Π.Π. ο Ted Narracott (o αγνώριστος Peter Mullan) αγοράζει μετά απλό σκληρό πλειστηριασμό με τον ιδιοκτήτη της φάρμας που μένει με την οικογένειά του ένα άγριο άλογο. Ο στόχος πλέον είναι να καταφέρει αυτό το άλογο να οργώσει το άγονο χωράφι των Narracott, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα τους το πάρει ο ιδιοκτήτης στον οποίο (τι σπάνιο!) χρωστάνε. Ο Albert (Jeremy Irvine), ο γιος του Ted, αναλαμβάνει την επίτευξη του στόχου και το πετυχαίνει. Τότε, όμως, είναι που ξεσπά ο Α΄.Π.Π. και το άλογο προκειμένου να αποφέρει χρήματα στην οικογένεια πουλιέται από τον Ted χωρίς να το ξέρει ο Albert, που έχει ήδη συνάψει μια ξεχωριστή σχέση μαζί του. Από εκείνη τη στιγμή το άλογο γίνεται άλογο πολέμου και αλλάζει διάφορους ιδιοκτήτες στην πορεία, οι οποίοι όλοι είναι μαγεμένοι από τη μοναδικότητά του!
Η ιστορία ακολοθεί την ευθύγραμμη πορεία μιας κλασικής χολιγουντιανής αγήφησης, κρατώντας μια συνεπή δομή, ενώ ο Spielberg υπηρετεί υποδειγματικά τις ανάγκες της.
Η ταινία βάσιζεται στις καλές ερμηνείες και τη σκηνοθεσία του Spielberg, μοιάζει όμως σε πολλά σημεία σαν εικονοποιημένο παραμύθι, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κατακριτέο.